- ζωάνθρωπος
- ο бран. скотина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωάνθρωπος — ο 1. αυτός που πάσχει από ζωανθρωπία 2. μτφ. κτηνάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Δ. Γρ. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωανθρωπικός — ή, ό [ζωανθρωπία / ζωάνθρωπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωανθρωπία ή στον ζωάνθρωπο («ζωανθρωπικό παραλήρημα») … Dictionary of Greek